φροντιστής

φροντιστής
ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω]
αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης
2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου
3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την προμήθεια και την φύλαξη τών ειδών που απαιτούνται για θεατρική παράσταση ή για το γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας
4. ναυτ. α) παλαιότερη ονομασία οικονομικού αξιωματικού τού πολεμικού ναυτικού
β) αξιωματικός τού εμπορικού ναυτικού επιφορτισμένος με την τροφοδοσία τού πληρώματος και τών επιβατών τού πλοίου, κν. τροφοδότης
5. (αεροπ.) μέλος τού πληρώματος αεροπλάνου, που έχει ως μέλημά του τον εφοδιασμό τού σκάφους με τα απαραίτητα τρόφιμα και άλλα είδη τα οποία προσφέρονται στους επιβάτες κατά τις πτήσεις μεγάλης διάρκειας
μσν.-αρχ.
1. δικαστικός κλητήρας
2. οικονόμος
3. επίτροπος
αρχ.
τίτλος αξιωματούχου φατρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φροντιστής — deep thinker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστής — ο 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή για κάποιον, επιμελητής, διαχειριστής, έφορος, προστάτης: Αφέντης μου και φροντιστής μου ο άντρας μου (Κ. Παλαμάς). 2. παλιός τίτλος οικονομικού αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού (τώρα «πλωτάρχης οικονομικός») …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φροντισταῖς — φροντιστής deep thinker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντισταῖσιν — φροντιστής deep thinker masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντισταί — φροντιστής deep thinker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστοῦ — φροντιστής deep thinker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῇ — φροντιστής deep thinker masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστήν — φροντιστής deep thinker masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῶ — φροντιστής deep thinker masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῶν — φροντιστής deep thinker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”